(Απόσπασμα) Εδώ ο Πλάτωνας περιγράφει τις τελευταίες ώρες του Σωκράτη στην φυλακή, πριν την θανάτωσή του με κώνειο, και τις συζητήσεις που κάνει με τους φίλους του, με αφορμή αυτό το γεγονός. Ο ΦΑΙΔΩΝ είναι έργο στο οποίο η συζήτηση περνά με καταπληκτική ευκολία και απλότητα από τη ζωή στο θάνατο και αντιστρόφως, αποδεικνύοντας την συνέχεια της ζωής, την αθανασία της Ψυχής...
Που, Σωκράτη, είπε, να προσλάβουμε επωδό καλό σε αυτά, μια που εσύ, είπε, μας αφήνεις.
Μεγάλη είναι η Ελλάδα, Κέβη, και υπάρχουν σ’ αυτήν πολλοί αγαθοί άνθρωποι. Πολλές είναι και οι φυλές των βαρβάρων. Ανάμεσα σε αυτούς πρέπει να ερευνήσετε για έναν τέτοιον επωδό, χωρίς να τσιγκουνευτείτε ούτε χρήματα ούτε κόπους, γιατί δεν υπάρχει πράγμα πιο σημαντικό για να ξοδεύετε χρήματα. Πρέπει όμως να ψάχνετε και ανάμεσά σας, γιατί ίσως δεν βρείτε άλλους να το κάνουν καλύτερα από σας.
Εντάξει, θα το κάνουμε αυτό, είπε ο Κέβης. Ας επανέλθουμε όμως εκεί που αφήσαμε τη συζήτηση, αν σου κάνει ευχαρίστηση.
Αντίθετα, με ευχαριστεί και πολύ μάλιστα. Πώς να μην με ευχαριστεί;
Καλά τα λες, είπε.
Ξαναγύρνα όμως τώρα, είπε, στο σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε και λέγε. Μη μου απαντάς ωστόσο με τα λόγια που σε ρωτώ εγώ, αλλά λάβε με ως πρότυπο. Εννοώ δηλαδή ότι πέρα από εκείνη την απάντηση που έλεγα στην αρχή, εκείνη τη σίγουρη, διαβλέπω μέσα από αυτά που λέγονται τώρα μια άλλη σίγουρη εκδοχή. Αν με ρωτούσες «ποιο είναι το μέσο που, με την παρουσία του στο σώμα, θα το κάνει να είναι θερμό», δεν θα σου έλεγα εκείνη τη σίγουρη απάντηση, εκείνη την απλοϊκή, «η θερμότητα θα το κάνει», αλλά κάποιαν άλλη πιο περίτεχνη, με βάση αυτά που λέμε τώρα: «η φωτιά θα το κάνει». Ούτε αν ρωτούσες «ποιο είναι το μέσο που, με την παρουσία του στο σώμα, θα το κάνει να νοσήσει», θα πω «η αρρώστια θα το κάνει», αλλά «ο πυρετός θα το κάνει». Ούτε πάλι στο «ποιο είναι το μέσο που, με την παρουσία του στον αριθμό, τον κάνει να είναι περιττός», θα σου απαντήσω «η περιττότητα το κάνει», αλλά «η μονάδα θα το κάνει» και ούτω καθεξής. Σκέψου λοιπόν αν καταλαβαίνεις επαρκώς τι θέλω.
Επαρκέστατα, είπε.
Απάντησε λοιπόν, συνέχισε εκείνος, ποιο είναι αυτό που παρουσιαζόμενο στο σώμα, θα το κάνει να είναι ζωντανό;
Η ψυχή, απάντησε.
Και έτσι είναι πάντοτε;
Πως μπορώ να το αρνηθώ; είπε εκείνος.
Οτιδήποτε επομένως κι αν έχει στην κατοχή της η ψυχή, το έχει πάντοτε πλησιάσει φέρνοντάς του ζωή;
Και βέβαια το έχει πλησιάσει, είπε.
Τι από τα δυο λοιπόν συμβαίνει; Υπάρχει κάτι αντίθετο στη ζωή ή όχι;
Υπάρχει, είπε.
Ποιο;
Ο θάνατος.
Επομένως η ψυχή ποτέ δεν θα δεχτεί το αντίθετο από κείνο που καθ αυτή φέρει πάντοτε μέσα της, όπως έχουμε συμφωνήσει με βάση τα προηγούμενα.
Οπωσδήποτε, είπε ο Κέβης.
Για πες. Αυτό που δεν δέχεται την ιδέα του αρτίου πως το ονομάζαμε τώρα δα;
Ανάρτιο, απάντησε.
Και αυτό που δεν δέχεται το δίκαιο και εκείνο που δεν δέχεται το μουσικό;
Το ένα άμουσο, είπε, το άλλο άδικο.
Ωραία. Και αυτό που δεν μπορεί να δέχεται θάνατο, πως το αποκαλούμε;
Αθάνατο, απάντησε.
Η ψυχή λοιπόν δεν δέχεται τον θάνατο;
Όχι.
Άρα η ψυχή είναι αθάνατη;
Αθάνατη είναι.
Ωραία, είπε. Αυτό λοιπόν ισχυριζόμαστε ότι έχει αποδειχθεί; Ή έχεις άλλη γνώμη;
Και μάλιστα πολύ ικανοποιητικά, Σωκράτη.
Για πες, συνέχισε εκείνος, Κέβη. Αν για το ανάρτιο ήταν αναγκαίο να είναι ανώλεθρο, το τρία θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο εκτός από ανώλεθρο;
Πως θα μπορούσε;
Αν λοιπόν και το άθερμο ήταν αναγκαίο να είναι ανώλεθρο, κάθε φορά που κάποιος πλησιάζει το θερμό, στο χιόνι, δεν θα απομακρυνόταν το χιόνι, σώο και άλιωτο; Το χιόνι βέβαια δεν θα χανόταν ούτε θα ανεχόταν να δεχτεί τη θερμότητα.
Σωστά μιλάς, είπε.
Το ίδιο ισχύει, φαντάζομαι, κι αν το άψυκτο ήταν ανώλεθρο. Κάθε φορά που κάτι ψυχρό πλησίαζε στη φωτιά, αυτή ποτέ δεν θα έσβηνε ούτε θα χανόταν, αλλά σώα θα έφευγε μακριά.
Κατ’ ανάγκη, είπε.
Επομένως, με τον ίδιο τρόπο δεν πρέπει να μιλήσουμε και για το αθάνατο; Αν βέβαια το αθάνατο είναι και ανώλεθρο, τότε θα ήταν αδύνατον για την ψυχή, όταν την πλησιάζει ο θάνατος, να χάνεται. Διότι, με βάση όσα ειπώθηκαν προηγουμένως, δεν θα δεχτεί τον θάνατο ούτε και θα πεθάνει, όπως ακριβώς το τρία δεν θα είναι, είπαμε, άρτιο, ούτε πάλι το περιττό, ούτε βέβαια η φωτιά ψυχρό ούτε και η θερμότητα που βρίσκεται μέσα στη φωτιά.
Σίγουρα.
Και τώρα λοιπόν για το αθάνατο αν βέβαια συμφωνούμε ότι είναι ανώλεθρο, τότε η ψυχή θα μπορούσε, εκτός από αθάνατη να είναι και ανώλεθρη. Ειδάλλως μας χρειάζεται κάποιο άλλο επιχείρημα.
Ωστόσο δεν χρειάζεται, είπε, ως προς το σημείο αυτό τουλάχιστον, γιατί πολύ δύσκολα θα μπορούσε κάτι άλλο να μη δέχεται τη φθορά, αν το αθάνατο, που είναι αιώνιο, είναι να δέχεται τη φθορά.
Ο θεός ωστόσο, φαντάζομαι, είπε ο Σωκράτης, αυτή τούτη τη μορφή της ζωής και ό,τι άλλο αθάνατο υπάρχει, όλοι θα συμφωνούν ότι δεν χάνεται ποτέ.
Όλοι βέβαια, μα τον Δία, είπε, οι άνθρωποι, κι ακόμη περισσότερο, καθώς φαντάζομαι, οι θεοί.
Από τη στιγμή λοιπόν που το αθάνατο είναι και άφθορο, τι άλλο θα ήταν η ψυχή, αν όντως είναι αθάνατη, παρά και ανώλεθρη;
Κατά πάσα ανάγκη.
Άρα, όταν φθάνει ο θάνατος στον άνθρωπο, το θνητό του μέρος, καθώς φαίνεται, πεθαίνει, και το αθάνατο, σώο και άφθορο, απομακρύνεται και φεύγει, παραχωρώντας τη θέση του στον θάνατο.
Έτσι φαίνεται.
Άρα, Κέβη, είπε, η ψυχή είναι αθάνατη και ανώλεθρη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, και πράγματι θα υπάρχουν οι ψυχές μας στον Άδη.
Δεν μπορώ, Σωκράτη, είπε, να πω κάτι διαφορετικό απ’ αυτά ούτε να αμφισβητήσω στο παραμικρό όσα λέγονται. Αλλά αν ο Σιμμίας από δω ή κάποιος άλλος μπορεί να πει κάτι, είναι σωστό να μη σιωπήσει. Γιατί δεν γνωρίζω κάποια άλλη ευκαιρία, εκτός από την παρούσα, που να μπορεί να μεταθέσει κανείς την επιθυμία να πει ή να ακούσει κάτι σχετικό με παρόμοια θέματα.
Ωστόσο, είπε ο Σιμμίας, ούτε κι εγώ έχω πια λόγο να αμφιβάλλω, με βάση τουλάχιστον όσα λέγονται. Το μέγεθος όμως των θεμάτων για τα οποία συζητάμε και η περιφρόνηση που νιώθω για την ανθρώπινη αδυναμία με αναγκάζουν να διατηρώ ακόμα μέσα μου κάποια αμφιβολία για όσα έχουν ειπωθεί.
Όχι μόνο, Σιμμία, είπε ο Σωκράτης, αυτά που λες είναι σωστά, αλλά και οι αρχικές υποθέσεις, έστω κι αν είναι πιστευτές, πρέπει να ερευνηθούν αναλυτικότερα. Αν μάλιστα τις διακρίνετε (μεταξύ τους) ικανοποιητικά, τότε, καθώς φαντάζομαι, θα ακολουθήσετε τη λογική του επιχειρήματος στον μεγαλύτερο βαθμό που είναι ανθρωπίνως δυνατόν να την ακολουθήσει κανείς. Κι αν αυτό συγκεκριμένα γίνει σαφές, τότε δεν θα χρειαστεί να προχωρήσετε περισσότερο στην έρευνά σας.
Αλήθεια λες, είπε.
[σσ. Στο εντυπωσιακότατο αυτό έργο εκτός από τις πολύτιμες πληροφορίες που δεχόμαστε μέσα από τον φιλοσοφικό διάλογο, αυτό που προσωπικά με εντυπωσιάζει είναι η ηρεμία του Σωκράτη και η προθυμία του να αναπτύξει τις ιδέες του, μέσα στην φυλακή ενώ γνωρίζει ότι είναι η τελευταίες ώρες της ζωής του.Παρακάτω στο τέλος του έργου το συγκινητικό τέλους του Σωκράτη και τα τελευταία του λόγια.]
Μετά απ αυτά, ο Κρίτων έκανε νόημα στον δούλο που στεκόταν δίπλα. Εκείνος βγήκε και γύρισε μετά από λίγο μαζί μ αυτόν ο οποίος επρόκειτο να του δώσει το δηλητήριο, που το έφερνε τριμμένο μέσα σε μια κύλικα.
Όταν τον είδε ο Σωκράτης: Εντάξει, καλέ μου άνθρωπε, είπε, εσύ που ξέρεις απ αυτά, τι πρέπει να κάνω;
Τίποτε άλλο, απάντησε αυτός, παρά να το πιείς και να κάνεις μια βόλτα, μέχρι να νιώσεις βάρος στα πόδια, έπειτα να ξαπλώσεις. Αυτό θα κάνει έτσι τη δουλειά του. Λέγοντας αυτά, έτεινε την κύλικα στον Σωκράτη.
Κι εκείνος την πήρε πολύ γαλήνιος, Εχεκράτη, χωρίς να τρέμει και χωρίς να αλλάξει το χρώμα ή την έκφρασή του. Κοιτάζοντας λοξά προς το μέρος του ανθρώπου με το συνηθισμένο ταυρίσιο βλέμμα του: Τι νομίζεις; είπε. Με τούτο το ποτό επιτρέπεται να κάνουμε σπονδή σε κάποιον θεό ή όχι;
Σωκράτη, απάντησε αυτός, τρίβουμε ακριβώς όσο υπολογίζουμε ότι χρειάζεται για να πιεί κανείς.
Καταλαβαίνω, είπε εκείνος. Επιτρέπεται ωστόσο και επιβάλλεται, φαντάζομαι, να δεηθώ στους θεούς να έχει αίσιο τέλος η μετοίκηση από εδώ προς τα εκεί. Δέομαι λοιπόν, και είθε να γίνει έτσι.
Αφού είπε αυτά, χωρίς να κάνει τον δύσκολο και να δείξει αηδία, το ήπιε με μιας μέχρι την τελευταία σταγόνα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι περισσότεροι από μας είχαμε καταφέρει να συγκρατηθούμε και να μην κλάψουμε, όταν όμως τον είδαμε να πίνει, να το έχει πιεί, δεν μπορούσαμε άλλο. Και μένα ακόμα, χωρίς να το θέλω, με πήραν επί τόπου τα δάκρυα και, καλύπτοντας το πρόσωπο, έκλαιγα με την ψυχή μου για μένα όχι για εκείνον, αλλά για την τύχη μου, που θα έχανα έναν τέτοιο σύντροφο. Ο Κρίτων πάλι, ήδη πριν από μένα, μην καταφέρνοντας να συγκρατήσει τα δάκρυα, σηκώθηκε να βγει. Κι ο Απολλόδωρος, που ήδη από πριν δεν σταμάτησε στιγμή να κλαίει, τώρα πια άρχισε να μουγκρίζει από πόνο και οργή και τσάκιζε την καρδιά σε όλους τους παρόντες, εκτός βέβαια από τον Σωκράτη.
Κι εκείνος: Τι είναι αυτά που κάνετε, καλοί μου άνθρωποι; Εγώ έδιωξα τις γυναίκες κυρίως γι’ αυτό, για να μην παρεκτραπούν σε τέτοια πράγματα. Έχω ακούσει μάλιστα ότι πρέπει να τελειώνει κανείς με ευχές και καλά λόγια. Ησυχάστε λοιπόν και φανείτε δυνατοί.
Κι εμείς, όταν τον ακούσαμε, νιώσαμε ντροπή και συγκρατήσαμε τα δάκρυα. Εκείνος, αφού έκανε μια βόλτα, επειδή, είπε, βάρυναν τα πόδια του, ξάπλωσε ανάσκελα γιατί έτσι του συνέστησε ο άνθρωπος, που συνάμα τον έπιανε κι εξέταζε κάθε λίγο τις πατούσες και τα πόδια του. Έπειτα, αφού πίεσε δυνατά την πατούσα του, τον ρώτησε αν το αισθανόταν. Εκείνος είπε όχι. Στη συνέχεια τις κνήμες κι ανεβαίνοντας προς τα πάνω μας έκανε να καταλάβουμε ότι πάγωνε κι ότι η ακαμψία είχε αρχίσει. Τον έπιασε πάλι κι είπε ότι όταν φτάσει μέχρι την καρδιά, τότε θα φύγει ο Σωκράτης.
Ήδη είχε αρχίσει να παγώνει το σώμα του γύρω από το υπογάστριο. Κι εκείνος αποκαλύπτοντας το πρόσωπό του, - το είχε ήδη καλύψει μ’ ένα μαντήλι είπε το τελευταίο που βγήκε από το στόμα του: Χρωστάμε, Κρίτωνα, ένα κόκορα στον Ασκληπιό. Να του τον δώσετε, μην το αμελήσετε.
Εντάξει, είπε ο Κρίτων. Μήπως θες τίποτε άλλο;
Στην ερώτηση του Κρίτωνα δεν απάντησε πια. Μετά από λίγο όμως σάλεψε, κι ο άνθρωπος τον ξεσκέπασε. Εκείνος είχε στυλώσει το βλέμμα. Βλέποντάς τον ο Κρίτων, το έκλεισε το στόμα και τα μάτια.
Αυτό, ήταν, Εχεκράτη, το τέλος του συντρόφου μας, ενός ανθρώπου που, όπως θα λέγαμε εμείς, ήταν, απ’όσους μας δόθηκε να γνωρίσουμε, ο καλύτερος του καιρού του, ο πιο φρόνιμος και δίκαιος.
Που, Σωκράτη, είπε, να προσλάβουμε επωδό καλό σε αυτά, μια που εσύ, είπε, μας αφήνεις.
Μεγάλη είναι η Ελλάδα, Κέβη, και υπάρχουν σ’ αυτήν πολλοί αγαθοί άνθρωποι. Πολλές είναι και οι φυλές των βαρβάρων. Ανάμεσα σε αυτούς πρέπει να ερευνήσετε για έναν τέτοιον επωδό, χωρίς να τσιγκουνευτείτε ούτε χρήματα ούτε κόπους, γιατί δεν υπάρχει πράγμα πιο σημαντικό για να ξοδεύετε χρήματα. Πρέπει όμως να ψάχνετε και ανάμεσά σας, γιατί ίσως δεν βρείτε άλλους να το κάνουν καλύτερα από σας.
Εντάξει, θα το κάνουμε αυτό, είπε ο Κέβης. Ας επανέλθουμε όμως εκεί που αφήσαμε τη συζήτηση, αν σου κάνει ευχαρίστηση.
Αντίθετα, με ευχαριστεί και πολύ μάλιστα. Πώς να μην με ευχαριστεί;
Καλά τα λες, είπε.
Ξαναγύρνα όμως τώρα, είπε, στο σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε και λέγε. Μη μου απαντάς ωστόσο με τα λόγια που σε ρωτώ εγώ, αλλά λάβε με ως πρότυπο. Εννοώ δηλαδή ότι πέρα από εκείνη την απάντηση που έλεγα στην αρχή, εκείνη τη σίγουρη, διαβλέπω μέσα από αυτά που λέγονται τώρα μια άλλη σίγουρη εκδοχή. Αν με ρωτούσες «ποιο είναι το μέσο που, με την παρουσία του στο σώμα, θα το κάνει να είναι θερμό», δεν θα σου έλεγα εκείνη τη σίγουρη απάντηση, εκείνη την απλοϊκή, «η θερμότητα θα το κάνει», αλλά κάποιαν άλλη πιο περίτεχνη, με βάση αυτά που λέμε τώρα: «η φωτιά θα το κάνει». Ούτε αν ρωτούσες «ποιο είναι το μέσο που, με την παρουσία του στο σώμα, θα το κάνει να νοσήσει», θα πω «η αρρώστια θα το κάνει», αλλά «ο πυρετός θα το κάνει». Ούτε πάλι στο «ποιο είναι το μέσο που, με την παρουσία του στον αριθμό, τον κάνει να είναι περιττός», θα σου απαντήσω «η περιττότητα το κάνει», αλλά «η μονάδα θα το κάνει» και ούτω καθεξής. Σκέψου λοιπόν αν καταλαβαίνεις επαρκώς τι θέλω.
Επαρκέστατα, είπε.
Απάντησε λοιπόν, συνέχισε εκείνος, ποιο είναι αυτό που παρουσιαζόμενο στο σώμα, θα το κάνει να είναι ζωντανό;
Η ψυχή, απάντησε.
Και έτσι είναι πάντοτε;
Πως μπορώ να το αρνηθώ; είπε εκείνος.
Οτιδήποτε επομένως κι αν έχει στην κατοχή της η ψυχή, το έχει πάντοτε πλησιάσει φέρνοντάς του ζωή;
Και βέβαια το έχει πλησιάσει, είπε.
Τι από τα δυο λοιπόν συμβαίνει; Υπάρχει κάτι αντίθετο στη ζωή ή όχι;
Υπάρχει, είπε.
Ποιο;
Ο θάνατος.
Επομένως η ψυχή ποτέ δεν θα δεχτεί το αντίθετο από κείνο που καθ αυτή φέρει πάντοτε μέσα της, όπως έχουμε συμφωνήσει με βάση τα προηγούμενα.
Οπωσδήποτε, είπε ο Κέβης.
Για πες. Αυτό που δεν δέχεται την ιδέα του αρτίου πως το ονομάζαμε τώρα δα;
Ανάρτιο, απάντησε.
Και αυτό που δεν δέχεται το δίκαιο και εκείνο που δεν δέχεται το μουσικό;
Το ένα άμουσο, είπε, το άλλο άδικο.
Ωραία. Και αυτό που δεν μπορεί να δέχεται θάνατο, πως το αποκαλούμε;
Αθάνατο, απάντησε.
Η ψυχή λοιπόν δεν δέχεται τον θάνατο;
Όχι.
Άρα η ψυχή είναι αθάνατη;
Αθάνατη είναι.
Ωραία, είπε. Αυτό λοιπόν ισχυριζόμαστε ότι έχει αποδειχθεί; Ή έχεις άλλη γνώμη;
Και μάλιστα πολύ ικανοποιητικά, Σωκράτη.
Για πες, συνέχισε εκείνος, Κέβη. Αν για το ανάρτιο ήταν αναγκαίο να είναι ανώλεθρο, το τρία θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο εκτός από ανώλεθρο;
Πως θα μπορούσε;
Αν λοιπόν και το άθερμο ήταν αναγκαίο να είναι ανώλεθρο, κάθε φορά που κάποιος πλησιάζει το θερμό, στο χιόνι, δεν θα απομακρυνόταν το χιόνι, σώο και άλιωτο; Το χιόνι βέβαια δεν θα χανόταν ούτε θα ανεχόταν να δεχτεί τη θερμότητα.
Σωστά μιλάς, είπε.
Το ίδιο ισχύει, φαντάζομαι, κι αν το άψυκτο ήταν ανώλεθρο. Κάθε φορά που κάτι ψυχρό πλησίαζε στη φωτιά, αυτή ποτέ δεν θα έσβηνε ούτε θα χανόταν, αλλά σώα θα έφευγε μακριά.
Κατ’ ανάγκη, είπε.
Επομένως, με τον ίδιο τρόπο δεν πρέπει να μιλήσουμε και για το αθάνατο; Αν βέβαια το αθάνατο είναι και ανώλεθρο, τότε θα ήταν αδύνατον για την ψυχή, όταν την πλησιάζει ο θάνατος, να χάνεται. Διότι, με βάση όσα ειπώθηκαν προηγουμένως, δεν θα δεχτεί τον θάνατο ούτε και θα πεθάνει, όπως ακριβώς το τρία δεν θα είναι, είπαμε, άρτιο, ούτε πάλι το περιττό, ούτε βέβαια η φωτιά ψυχρό ούτε και η θερμότητα που βρίσκεται μέσα στη φωτιά.
Σίγουρα.
Και τώρα λοιπόν για το αθάνατο αν βέβαια συμφωνούμε ότι είναι ανώλεθρο, τότε η ψυχή θα μπορούσε, εκτός από αθάνατη να είναι και ανώλεθρη. Ειδάλλως μας χρειάζεται κάποιο άλλο επιχείρημα.
Ωστόσο δεν χρειάζεται, είπε, ως προς το σημείο αυτό τουλάχιστον, γιατί πολύ δύσκολα θα μπορούσε κάτι άλλο να μη δέχεται τη φθορά, αν το αθάνατο, που είναι αιώνιο, είναι να δέχεται τη φθορά.
Ο θεός ωστόσο, φαντάζομαι, είπε ο Σωκράτης, αυτή τούτη τη μορφή της ζωής και ό,τι άλλο αθάνατο υπάρχει, όλοι θα συμφωνούν ότι δεν χάνεται ποτέ.
Όλοι βέβαια, μα τον Δία, είπε, οι άνθρωποι, κι ακόμη περισσότερο, καθώς φαντάζομαι, οι θεοί.
Από τη στιγμή λοιπόν που το αθάνατο είναι και άφθορο, τι άλλο θα ήταν η ψυχή, αν όντως είναι αθάνατη, παρά και ανώλεθρη;
Κατά πάσα ανάγκη.
Άρα, όταν φθάνει ο θάνατος στον άνθρωπο, το θνητό του μέρος, καθώς φαίνεται, πεθαίνει, και το αθάνατο, σώο και άφθορο, απομακρύνεται και φεύγει, παραχωρώντας τη θέση του στον θάνατο.
Έτσι φαίνεται.
Άρα, Κέβη, είπε, η ψυχή είναι αθάνατη και ανώλεθρη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, και πράγματι θα υπάρχουν οι ψυχές μας στον Άδη.
Δεν μπορώ, Σωκράτη, είπε, να πω κάτι διαφορετικό απ’ αυτά ούτε να αμφισβητήσω στο παραμικρό όσα λέγονται. Αλλά αν ο Σιμμίας από δω ή κάποιος άλλος μπορεί να πει κάτι, είναι σωστό να μη σιωπήσει. Γιατί δεν γνωρίζω κάποια άλλη ευκαιρία, εκτός από την παρούσα, που να μπορεί να μεταθέσει κανείς την επιθυμία να πει ή να ακούσει κάτι σχετικό με παρόμοια θέματα.
Ωστόσο, είπε ο Σιμμίας, ούτε κι εγώ έχω πια λόγο να αμφιβάλλω, με βάση τουλάχιστον όσα λέγονται. Το μέγεθος όμως των θεμάτων για τα οποία συζητάμε και η περιφρόνηση που νιώθω για την ανθρώπινη αδυναμία με αναγκάζουν να διατηρώ ακόμα μέσα μου κάποια αμφιβολία για όσα έχουν ειπωθεί.
Όχι μόνο, Σιμμία, είπε ο Σωκράτης, αυτά που λες είναι σωστά, αλλά και οι αρχικές υποθέσεις, έστω κι αν είναι πιστευτές, πρέπει να ερευνηθούν αναλυτικότερα. Αν μάλιστα τις διακρίνετε (μεταξύ τους) ικανοποιητικά, τότε, καθώς φαντάζομαι, θα ακολουθήσετε τη λογική του επιχειρήματος στον μεγαλύτερο βαθμό που είναι ανθρωπίνως δυνατόν να την ακολουθήσει κανείς. Κι αν αυτό συγκεκριμένα γίνει σαφές, τότε δεν θα χρειαστεί να προχωρήσετε περισσότερο στην έρευνά σας.
Αλήθεια λες, είπε.
[σσ. Στο εντυπωσιακότατο αυτό έργο εκτός από τις πολύτιμες πληροφορίες που δεχόμαστε μέσα από τον φιλοσοφικό διάλογο, αυτό που προσωπικά με εντυπωσιάζει είναι η ηρεμία του Σωκράτη και η προθυμία του να αναπτύξει τις ιδέες του, μέσα στην φυλακή ενώ γνωρίζει ότι είναι η τελευταίες ώρες της ζωής του.Παρακάτω στο τέλος του έργου το συγκινητικό τέλους του Σωκράτη και τα τελευταία του λόγια.]
Μετά απ αυτά, ο Κρίτων έκανε νόημα στον δούλο που στεκόταν δίπλα. Εκείνος βγήκε και γύρισε μετά από λίγο μαζί μ αυτόν ο οποίος επρόκειτο να του δώσει το δηλητήριο, που το έφερνε τριμμένο μέσα σε μια κύλικα.
Όταν τον είδε ο Σωκράτης: Εντάξει, καλέ μου άνθρωπε, είπε, εσύ που ξέρεις απ αυτά, τι πρέπει να κάνω;
Τίποτε άλλο, απάντησε αυτός, παρά να το πιείς και να κάνεις μια βόλτα, μέχρι να νιώσεις βάρος στα πόδια, έπειτα να ξαπλώσεις. Αυτό θα κάνει έτσι τη δουλειά του. Λέγοντας αυτά, έτεινε την κύλικα στον Σωκράτη.
Κι εκείνος την πήρε πολύ γαλήνιος, Εχεκράτη, χωρίς να τρέμει και χωρίς να αλλάξει το χρώμα ή την έκφρασή του. Κοιτάζοντας λοξά προς το μέρος του ανθρώπου με το συνηθισμένο ταυρίσιο βλέμμα του: Τι νομίζεις; είπε. Με τούτο το ποτό επιτρέπεται να κάνουμε σπονδή σε κάποιον θεό ή όχι;
Σωκράτη, απάντησε αυτός, τρίβουμε ακριβώς όσο υπολογίζουμε ότι χρειάζεται για να πιεί κανείς.
Καταλαβαίνω, είπε εκείνος. Επιτρέπεται ωστόσο και επιβάλλεται, φαντάζομαι, να δεηθώ στους θεούς να έχει αίσιο τέλος η μετοίκηση από εδώ προς τα εκεί. Δέομαι λοιπόν, και είθε να γίνει έτσι.
Αφού είπε αυτά, χωρίς να κάνει τον δύσκολο και να δείξει αηδία, το ήπιε με μιας μέχρι την τελευταία σταγόνα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι περισσότεροι από μας είχαμε καταφέρει να συγκρατηθούμε και να μην κλάψουμε, όταν όμως τον είδαμε να πίνει, να το έχει πιεί, δεν μπορούσαμε άλλο. Και μένα ακόμα, χωρίς να το θέλω, με πήραν επί τόπου τα δάκρυα και, καλύπτοντας το πρόσωπο, έκλαιγα με την ψυχή μου για μένα όχι για εκείνον, αλλά για την τύχη μου, που θα έχανα έναν τέτοιο σύντροφο. Ο Κρίτων πάλι, ήδη πριν από μένα, μην καταφέρνοντας να συγκρατήσει τα δάκρυα, σηκώθηκε να βγει. Κι ο Απολλόδωρος, που ήδη από πριν δεν σταμάτησε στιγμή να κλαίει, τώρα πια άρχισε να μουγκρίζει από πόνο και οργή και τσάκιζε την καρδιά σε όλους τους παρόντες, εκτός βέβαια από τον Σωκράτη.
Κι εκείνος: Τι είναι αυτά που κάνετε, καλοί μου άνθρωποι; Εγώ έδιωξα τις γυναίκες κυρίως γι’ αυτό, για να μην παρεκτραπούν σε τέτοια πράγματα. Έχω ακούσει μάλιστα ότι πρέπει να τελειώνει κανείς με ευχές και καλά λόγια. Ησυχάστε λοιπόν και φανείτε δυνατοί.
Κι εμείς, όταν τον ακούσαμε, νιώσαμε ντροπή και συγκρατήσαμε τα δάκρυα. Εκείνος, αφού έκανε μια βόλτα, επειδή, είπε, βάρυναν τα πόδια του, ξάπλωσε ανάσκελα γιατί έτσι του συνέστησε ο άνθρωπος, που συνάμα τον έπιανε κι εξέταζε κάθε λίγο τις πατούσες και τα πόδια του. Έπειτα, αφού πίεσε δυνατά την πατούσα του, τον ρώτησε αν το αισθανόταν. Εκείνος είπε όχι. Στη συνέχεια τις κνήμες κι ανεβαίνοντας προς τα πάνω μας έκανε να καταλάβουμε ότι πάγωνε κι ότι η ακαμψία είχε αρχίσει. Τον έπιασε πάλι κι είπε ότι όταν φτάσει μέχρι την καρδιά, τότε θα φύγει ο Σωκράτης.
Ήδη είχε αρχίσει να παγώνει το σώμα του γύρω από το υπογάστριο. Κι εκείνος αποκαλύπτοντας το πρόσωπό του, - το είχε ήδη καλύψει μ’ ένα μαντήλι είπε το τελευταίο που βγήκε από το στόμα του: Χρωστάμε, Κρίτωνα, ένα κόκορα στον Ασκληπιό. Να του τον δώσετε, μην το αμελήσετε.
Εντάξει, είπε ο Κρίτων. Μήπως θες τίποτε άλλο;
Στην ερώτηση του Κρίτωνα δεν απάντησε πια. Μετά από λίγο όμως σάλεψε, κι ο άνθρωπος τον ξεσκέπασε. Εκείνος είχε στυλώσει το βλέμμα. Βλέποντάς τον ο Κρίτων, το έκλεισε το στόμα και τα μάτια.
Αυτό, ήταν, Εχεκράτη, το τέλος του συντρόφου μας, ενός ανθρώπου που, όπως θα λέγαμε εμείς, ήταν, απ’όσους μας δόθηκε να γνωρίσουμε, ο καλύτερος του καιρού του, ο πιο φρόνιμος και δίκαιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου